axle$6318$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

axle$6318$ - translation to ολλανδικά

TOTAL WEIGHT BEARING ON THE ROADWAY FOR ALL WHEELS CONNECTED TO A GIVEN AXLE
Axle loading; Axleload; Axle loads; Axle loadings

axle      
n. (draag)as, spil
rear axle         
  • bullet trains]]
  • Splines on a front drive axle
  • A [[Denney axle]]
  • A dump truck with an airlift pusher axle shown in the raised position
CENTRAL SHAFT FOR A ROTATING WHEEL OR GEAR
Half shaft; Axles; Halfshaft; Half-shaft; Drive axle; Front axle; Tag axle; Rear axle; Half-axle; Half axle; Axletree
achteras
driving axle         
POWERED WHEEL OF A RAILWAY LOCOMOTIVE
Driving wheels; Driving axle; Blind driver; Driving-axle; Coupled axle; Coupled wheel; Coupled axles; Coupled wheels; Driving axles; Flangeless driver
n. as van een stuur, stuuras

Ορισμός

Axle
·noun An axis; as, the sun's axle.
II. Axle ·noun The pin or spindle on which a wheel revolves, or which revolves with a wheel.
III. Axle ·noun A transverse bar or shaft connecting the opposite wheels of a car or carriage; an Axletree.

Βικιπαίδεια

Axle load

The axle load of a wheeled vehicle is the total weight bearing on the roadway for all wheels connected to a given axle. Axle load is an important design consideration in the engineering of roadways and railways, as both are designed to tolerate a maximum weight-per-axle (axle load); exceeding the maximum rated axle load will cause damage to the roadway or railway tracks.